Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φέσα — η, Ν (ως μεγεθ τού φέσι) μεγάλο ή ψηλό φέσι, φεσάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
φεσάρα — η, Ν 1. φέσα 2. μτφ. μεγάλο ανεξόφλητο χρέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. ποδ άρα)] … Dictionary of Greek